- προχρεία
- ἡ, Α1. προκαταβολική δόση χρημάτων, προπληρωμή που δίνεται ως δάνειο2. αρχικό κεφάλαιο για εμπορικές επιχειρήσεις3. εγκατάσταση επιχείρησης με εργαλεία, σκεύη («ἀμπελικὸν χωρίον... καὶ προχρείας καὶ χρηστήρια», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προχρῶμαι «χρησιμοποιώ προηγουμένως»].
Dictionary of Greek. 2013.